γενωμένος

γενωμένος
γενωμένος, -η, -ο και γινωμένος, -η, -ο
(μτχ. του γίνομαι), ώριμος: Τα φρούτα είναι γινωμένα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γενωμένος — η, ο ο γινωμένος* …   Dictionary of Greek

  • γινωμένος — και γενωμένος, η, ο 1. τελειωμένος 2. ώριμος (για καρπούς), φτασμένος σε πλήρη ανάπτυξη (για το σώμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. τού αορ. έγινα τού ρ. γίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • γινωμένος — η, ο βλ. γενωμένος, η, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”